Είναι αλήθεια ότι και εμείς κάποτε είμασταν νεκροί για τις παραβάσεις μας και τις αμαρτίες μας » πράττοντες τα θελήματα της σαρκός και των διαλογισμών » (Εφεσίους β:1-3).
Γνωρίζοντας όμως ο Θεός ότι όλα αυτά γινόντουσαν στην άγνοιά μας, και ότι η καρδιά μας δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τους λόγους Του, » πλούσιος ων εις έλεος δια την πολλήν αγάπην αυτού με την οποίαν ηγάπησεν ημάς, » ( Εφεσίους β:4 ), μακροθυμούσε και μακροθυμεί για κάθε ψυχή που έχει προγνωρίσει ότι θα πιστέψει και θα δώσει τη καρδιά σ’ Αυτόν.
Καθώς λοιπόν τώρα ξέρουμε ότι » η πίστις είναι εξ ακοής η δε ακοή δια του λόγου του Θεού, » ( Ρωμαίους ι:17 ), κάποια μέρα με κάποιο τρόπο ο Κύριος επέτρεψε να ακούσουμε για το έργο που έγινε
επάνω στο Σταυρό του Γολγοθά από τον Ιησού Χριστό, και να πιστέψουμε ότι υπάρχει ελπίδα να σωθούμε και να μας χαριστεί η ζωή η αιώνια.
Ακολούθως, ο λόγος του Θεού μας αφυπνίζει να φοβόμαστε, αφού δώσαμε τη καρδιά μας σε Αυτόν, να μην χάσουμε τη σωτηρία που μας χάρισε. ( Εβραίους δ:1 ). Γιατί τι θα μας ωφελήσει αν κάποτε ακούσαμε και πιστέψαμε στον αληθινό Θεό, αλλά τώρα απειθούμε, δεν πιστεύουμε στις εντολές του Κυρίου μας και δεν εργαζόμαστε με φόβο και τρόμο τη σωτηρία μας; ( Φιλιππησίους β:12 ).
Χρειάζεται λοιπόν να εξετάζουμε τον εαυτό μας αν είμαστε στη πίστη και αυτό μπορεί να φανεί από τα έργα μας όπως μας λέει στην επιστολή Ιακώβου β:14-26. Επίσης μας λέει στην επιστολή προς Γαλάτας ε:6 ότι η πίστη πρέπει να είναι » δι αγάπης ενεργουμένη.» Ότι και να κάνουμε δηλαδή, πρέπει να το κάνουμε με πίστη. Τη πίστη αυτή να τη παρακινεί η αγάπη του Θεού που έχουμε μέσα στη καρδιά μας για τον πλησίον μας. [ δια της αγάπης δουλεύοντες αλλήλους. Διότι όλος ο νόμος εις ένα λόγον συμπληρούται, εις τον » θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως εαυτόν. » ( Γαλάτας ε:13-14 ). ]
Γνωρίσαμε και πιστέψαμε στην αγάπη που έχει ο Θεός για εμάς. Ο Θεός άλλωστε είναι αγάπη και όποιος μένει στην αγάπη, στον Θεό μένει και ο Θεός μένει σε αυτόν. ( Α΄ Ιωάννου δ:16 ). Άν κάποιος πεί ότι αγαπάω τον Θεό και μισεί τον αδελφό του, ψεύτης είναι διότι όποιος δεν αγαπάει τον αδελφό του που είδε, τότε τον Θεό που δεν είδε πως γίνεται να αγαπήσει. (Α΄ Ιωάννου δ:20-21 ). Και αυτή την εντολή έχουμε από Αυτόν, » Όστις αγαπά τον Θεό, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού. » Η πίστη λοιπόν στον αληθινό Θεό μας οδηγεί στο να » αγαπήσουμε ενθέρμως αλλήλους εκ καθαράς καρδίας.» ( Α΄ Πέτρου α:22 ).